ποιάεις
Look at other dictionaries:
ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
ποιήεις — και δωρ. τ. ποιάεις, εσσα, εν, Α γεμάτος ποίην, πόαν, σκεπασμένος με χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίᾱ, δωρ. τ. τού πόα* + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek